- υποσκάβω
- υποσκάβω και υποσκάφτω υπόσκαψα, υποσκάφτηκα, υποσκαμμένος1. σκάβω αποκάτω, υπονομεύω: Ο τοίχος θα πέσει κάποτε, είναι υποσκαμμένος.2. μτφ., κλονίζω κάτι με συνεχή φθορά: Τα βασανιστήρια υπόσκαψαν την υγεία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.